-
1 προδότης
προδότης, ου, ὁ (προδίδωμι; Aeschyl., Hdt. et al.; 2 and 3 Macc; TestSol 9:3; EpArist 270; Philo, Leg. All. 2, 10, Spec. Leg. 3, 164; Jos., Bell. 3, 354, Vi. 133) traitor, betrayer in a catalogue of vices 2 Ti 3:4. W. φονεύς of the chief priests and asssociates Ac 7:52. W. revilers of the Lord Hs 9, 19, 3b. W. apostates and revilers (for the gen. cp. Diod S 11, 3, 1 τῆς ἐλευθερίας; cp. Sextus 365 προδότης θεοῦ) προδόται τῆς ἐκκλησίας Hs 8, 6, 4 or προδόται τῶν δούλων τοῦ θεοῦ 9, 19, 1; cp. 3a. ἤκουσαν προδόται γονέων they were called or were known to be betrayers of their parents Hv 2, 2, 2. Of Judas Lk 6:16 (πρ. γίν. as Diod S 8, 6, 3; Jos., Ant. 19, 61; on the role of Judas s. the lit. s.v. Ἰούδας 6 and esp. WKlassen, Judas, Betrayer or Friend of Jesus ’96).—DELG s.v. δίδωμι. M-M. -
2 προδοτης
προδότην γενέσθαι πατρίδος Eur. — изменить отечеству;
π. τῶν ὅρκων Lys. — клятвопреступник;ὅ ἐν λέχει π. Eur. — нарушитель супружеской верности -
3 προδότης
προδότηςbetrayer: masc nom sg -
4 προδότης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προδότης
-
5 προδότης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προδότης
-
6 προδότης
ο, προδότρ(ι)α и προδότισσα [-ις (-ιδος)] η предатель, -ница; измённи[к, -ца -
7 προδότης
предатель.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προδότης
-
8 προδότης
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προδότης
-
9 προδότης
предатель, изменник -
10 προδότης
[продотис] ονσ. а предатель, изменник,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προδότης
-
11 προδότης
-ου + ὁ N 1 0-0-0-0-4=4 2 Mc 5,15; 10,13.22; 3 Mc 3,24betrayer, traitor -
12 προδότης
[продотис] ονσ. а предатель, изменник. -
13 προδότης
A betrayer, traitor, Hdt.8.30, 144, Timocr.1.5, etc.; π. πατρός, πατρίδος, E.Or. 1057, Ph. 996, etc.;ὁ ἐν λέχει π. Id.Med. 206
(lyr.); π. τῶν ὅρκων traitor to his oaths, Lys.Fr.71: metaph.,τῆς ὑγιείης Democr.234
.3 as Adj., irreg. [comp] Comp.- ίστερον Phot.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προδότης
-
14 προδότης
-
15 προδότης
предавникГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > προδότης
-
16 προδότης
traître -
17 προδότης
zdrajca (m) rzecz. -
18 προδότης
zrádce -
19 προδότης
traitorΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προδότης
-
20 zrádce
προδότης
См. также в других словарях:
προδότης — betrayer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδότης — ο, ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. προδοτής, και θηλ. τ. προδότρια και προδότρα και προδότισσα, Ν, και θηλ. τ. προδότις, ιδος, Α [προδίδωμι] 1. αυτός που αθετεί όρκο ή ηθική αρχή ή υποχρέωση (α. «προδότης τού αγώνα» β. «προδότης τών ὅρκων», Λυσ.) 2. αυτός … Dictionary of Greek
προδοτής — ο, Ν βλ. προδότης … Dictionary of Greek
προδότης — ο θηλ. δότρα και δότισσα 1. αυτός που προδίνει την πατρίδα του. 2. αυτός που αθετεί τις ηθικές υποχρεώσεις του. 3. αυτός που αποκαλύπτει μυστικά ή κάποιον που κρύβεται: Την προδοσία πολλοί αγάπησαν, τον προδότη όμως κανένας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προδόται — προδότης betrayer masc nom/voc pl προδότᾱͅ , προδότης betrayer masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδοτῶν — προδότης betrayer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδόταις — προδότης betrayer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδότῃ — προδότης betrayer masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδότα — προδότᾱ , προδότης betrayer masc nom/voc/acc dual προδότης betrayer masc voc sg προδότᾱ , προδότης betrayer masc gen sg (doric aeolic) προδότης betrayer masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιμπροδότης — παλιμπροδότης, ὁ (Α) αυτός που προδίδει εναλλάξ και τα δύο μέρη, διπλός προδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + προδότης] … Dictionary of Greek
συμπροδότης — ὁ, Μ [συμπροδίδωμι] ο επίσης προδότης, προδότης όπως και κάποιος άλλος … Dictionary of Greek